Εισαγωγή Είναι χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα εδώ, στο έκτο Συνέδριο Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την ομάδα φοιτητών “Get Involved” για τη διοργάνωση του συνεδρίου, καθώς και όλους τους συμμετέχοντες για το ενδιαφέρον σας. Θα ήθελα ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω και να καλωσορίσω τον Boris Vujčić, Διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Κροατίας, ο οποίος είναι μαζί μας σήμερα, λίγες μόλις ημέρες πριν από ένα σημαντικό ορόσημο για την Κροατία: την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ από 1ης Ιανουαρίου 2023. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό ο επίτευγμα, καθώς η χώρα πραγματοποίησε τη μετάβαση από μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία σε μια οικονομία της αγοράς, επιτυγχάνοντας μια σημαντική νομισματική μεταρρύθμιση και έναν αξιοσημείωτο βαθμό διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης. Για το επίτευγμα αυτό αξίζουν συγχαρητήρια στους πολίτες της Κροατίας, όπως και σε σένα, Boris. Ο Boris υπηρετεί στην κεντρική τράπεζα της Κροατίας εδώ και 25 χρόνια, δέκα εκ των οποίων ως Διοικητής. Επί επτά χρόνια ήταν ο αναπληρωτής επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Κροατία, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας η οποία ολοκληρώθηκε επιτυχώς το 2013 όταν η χώρα έγινε το 28ο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έκτοτε έχει συμβάλει στη διαμόρφωση της στρατηγικής της Κροατίας για την προσχώρηση στη ζώνη του ευρώ. Το 2018 ο Boris έλαβε δύο σημαντικές διακρίσεις: ανακηρύχθηκε κεντρικός τραπεζίτης της χρονιάς για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη από την εφημερίδα Global Markets και καλύτερος κεντρικός τραπεζίτης στην Ευρώπη και τον κόσμο από το περιοδικό The Banker. Boris, με μεγάλη μου χαρά σε καλωσορίζω στο Ευρωσύστημα. Διανύουμε την τρίτη δεκαετία από τη δημιουργία του ευρώ, το οποίο είναι σήμερα ένα σημαντικό παγκόσμιο νόμισμα, μετά το αμερικανικό δολάριο, και χρησιμοποιείται από πάνω από 340 εκατομμύρια Ευρωπαίους. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να σταθώ για λίγο στην ιστορία του. Κατά την πρώτη δεκαετία της νομισματικής μας ένωσης, οι οικονομικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές, επιτρέποντας στην ευρωζώνη να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη και σχετικά σταθερό πληθωρισμό, σύμφωνα με το στόχο του Ευρωσυστήματος για σταθερότητα των τιμών. Στη συνέχεια όμως, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση χρέους που ακολούθησε επιβάρυναν τις οικονομίες όλων των χωρών. Η νομισματική πολιτική ήρθε αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις, καθώς στην ευρωζώνη επήλθε ύφεση και επίμονα χαμηλός πληθωρισμός. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αντέδρασε με την υιοθέτηση πολιτικής αρνητικών επιτοκίων και την εφαρμογή μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής. Αυτά τα καινοτόμα εργαλεία στήριξαν την ανάκαμψη της οικονομίας και συνετέλεσαν σε σημαντική εξομάλυνση του πληθωρισμού.[1] Ταυτόχρονα, οι μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό και εποπτικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα και στην οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ ενίσχυσαν την αρχιτεκτονική της οικονομικής και νομισματικής μας ένωσης και την ανθεκτικότητά της. Πιο κοντά στο σήμερα, η πρόσφατη επέτειος των 20 χρόνων από τη μετάβαση στο ευρώ σχεδόν συνέπεσε χρονικά με το καταστροφικό ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας η ΕΚΤ εφάρμοσε περαιτέρω μέτρα νομισματικής πολιτικής για να αποτρέψει το ενδεχόμενο οικονομικής στασιμότητας. Και καθώς η ευρωζώνη ανέκαμπτε από την πανδημία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πυροδότησε ένα κύμα υψηλών ρυθμών πληθωρισμού, λειτουργώντας ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη. Στη συνέχεια της παρέμβασής μου, θα αναφερθώ, πρώτον, στις πρόσφατες τάσεις και τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, δεύτερον, στην απόκριση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και, τρίτον, σε ορισμένους καίριους προβληματισμούς για την άσκηση πολιτικής κατά την προσεχή περίοδο. Πληθωρισμός – αίτια και τάσεις Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ διαγράφει ανοδική πορεία από τα τέλη του 2020. Από αρνητικό επίπεδο -0,3% το Δεκέμβριο του 2020 κατέγραψε ραγδαία αύξηση και κορυφώθηκε σε 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, προτού υποχωρήσει σε 10% το Νοέμβριο. Στην αύξηση αυτή συνέβαλαν κυρίως οι τιμές της ενέργειας. Ταυτόχρονα, ο πυρήνας του πληθωρισμού, όπως μετρείται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή χωρίς την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής, αυξήθηκε σημαντικά από 0,4% το Δεκέμβριο του 2020 σε 6,6% το Νοέμβριο του 2022. Η ισχυρή άνοδος του πληθωρισμού αποδίδεται στην εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς και σε σημαντικά προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες που προκλήθηκαν από τα διαδοχικά κύματα της πανδημίας και τα οποία συνέβαλαν σε αύξηση των τιμών και άλλων βασικών εμπορευμάτων, δηλαδή των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται ως εισροές για την παραγωγή άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε σημαντικές επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο και την ενέργεια, οι οποίες επέτειναν τα προβλήματα εφοδιασμού και προκάλεσαν περαιτέρω αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Η άνοδος των τιμών των καυσίμων έπληξε πολύ σφοδρότερα τη ζώνη του ευρώ από ό,τι άλλες μεγάλες οικονομίες (όπως οι ΗΠΑ) οι οποίες έχουν χαμηλότερο βαθμό εξάρτησης από εισαγόμενη ενέργεια. Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών έχουν επίσης αυξηθεί, καθώς το υψηλό κόστος πρώτων υλών έχει καταστήσει ακριβότερη την παραγωγή τους. Επιπλέον, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας, ενισχύθηκε η ανάκαμψη της ζήτησης και, ως αποτέλεσμα, διευρύνθηκαν και ισχυροποιήθηκαν οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο συνδυασμός αυτών των εξελίξεων γεννά σημαντικές αβεβαιότητες όσον αφορά την πρόγνωση που κάνουμε για το μέγιστο επίπεδο και τη διάρκεια του πληθωρισμού. Βραχυπρόθεσμα, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα άνω του 8% κατά μέσο όρο φέτος, προτού υποχωρήσει τα επόμενα χρόνια καθώς θα μετριάζονται οι παράγοντες που τον τροφοδοτούν. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ευρωσυστήματος, ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει τα επιθυμητά επίπεδα προς το τέλος του χρονικού ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική. Η πορεία αυτή του πληθωρισμού αντικατοπτρίζεται και στις πληθωριστικές προσδοκίες, οι οποίες εμφανίζονται σταθεροποιημένες σε επίπεδα λίγο άνω του 2%. Οι σταθεροποιημένες πληθωριστικές προσδοκίες συμβάλλουν στη συγκράτηση τυχόν δευτερογενών επιδράσεων, έτσι ώστε να μην καταστεί μονιμότερος ο υψηλός πληθωρισμός. Στην περίπτωση που οι προσδοκίες αποσταθεροποιηθούν και υπεισέλθουν στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις, είναι δυνατόν να πυροδοτηθεί μια διαδικασία ανατροφοδότησης μεταξύ μισθών και τιμών, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε προοδευτικά υψηλότερο πληθωρισμό, καθιστώντας αναγκαία την περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Η απόκριση της νομισματικής πολιτικής για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών Σε αυτό το πλαίσιο αυξανόμενων τιμών και σημαντικών κινδύνων για τις προοπτικές του πληθωρισμού, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έλαβε μέτρα για